πολυσήμαντος

πολυσήμαντος
-η, -ο / πολυσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη»)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος
αρχ.
φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» — τίτλος έργου τού Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. μονο-σήμαντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυσήμαντος — with many significations masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσήμαντος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλές σημασίες: Πολυσήμαντη λέξη. 2. σημαντικός, βαρυσήμαντος, σπουδαίος: Πολυσήμαντη δήλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυσήμαντον — πολυσήμαντος with many significations masc/fem acc sg πολυσήμαντος with many significations neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσημάντους — πολυσήμαντος with many significations masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσημάντῳ — πολυσήμαντος with many significations masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσήμαντοι — πολυσήμαντος with many significations masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολύσημος — η, ο / πολύσημος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σημασίες, πολυσήμαντος. επίρρ... πολυσήμως Α με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σημος (< σῆμα), πρβλ. επί σημος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”