- πολυσήμαντος
- -η, -ο / πολυσήμαντος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη»)νεοελλ.αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντοςαρχ.φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» — τίτλος έργου τού Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. μονο-σήμαντος].
Dictionary of Greek. 2013.